ἔναρθρος — jointed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έναρθρος — η, ο (AM ἔναρθρος, ον) 1. (για φωνή, λόγο κ.λπ.) αυτός που παράγεται από καθαρή σύναψη τών φθόγγων 2. γραμμ. ο γραμματικός τύπος που εκφέρεται με άρθρο («έναρθρο απαρέμφατο, μετοχή» κ.λπ.) νεοελλ. αρθρωτός, αυτός που έχει τα μέλη του συναρμοσμένα … Dictionary of Greek
ἐναρθρότερον — ἔναρθρος jointed adverbial comp ἔναρθρος jointed masc acc comp sg ἔναρθρος jointed neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάρθρως — ἔναρθρος jointed adverbial ἔναρθρος jointed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔναρθρον — ἔναρθρος jointed masc/fem acc sg ἔναρθρος jointed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναρθρότερος — ἔναρθρος jointed masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάρθροις — ἔναρθρος jointed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάρθρου — ἔναρθρος jointed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάρθρους — ἔναρθρος jointed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάρθρων — ἔναρθρος jointed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)