έναρθρος

έναρθρος
-η, -ο
επίρρ.
1. που έχει άρθρα (βλ. λ.), δηλ. μέλη που συνδέονται με αρθρώσεις, αρθρωτός: Έναρθρη σύνδεση μηχανισμού.
2. που παράγεται με άρθρωση, με ευδιάκριτη σύναψη των φθόγγων.
3. που εκφέρεται με το άρθρο: Έναρθρο κατηγορούμενο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἔναρθρος — jointed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έναρθρος — η, ο (AM ἔναρθρος, ον) 1. (για φωνή, λόγο κ.λπ.) αυτός που παράγεται από καθαρή σύναψη τών φθόγγων 2. γραμμ. ο γραμματικός τύπος που εκφέρεται με άρθρο («έναρθρο απαρέμφατο, μετοχή» κ.λπ.) νεοελλ. αρθρωτός, αυτός που έχει τα μέλη του συναρμοσμένα …   Dictionary of Greek

  • ἐναρθρότερον — ἔναρθρος jointed adverbial comp ἔναρθρος jointed masc acc comp sg ἔναρθρος jointed neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνάρθρως — ἔναρθρος jointed adverbial ἔναρθρος jointed masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔναρθρον — ἔναρθρος jointed masc/fem acc sg ἔναρθρος jointed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναρθρότερος — ἔναρθρος jointed masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνάρθροις — ἔναρθρος jointed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνάρθρου — ἔναρθρος jointed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνάρθρους — ἔναρθρος jointed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνάρθρων — ἔναρθρος jointed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”